- πανάφυλλος
- παν-ά-φυλλος, ganz blätterlos
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανάφυλλος — πανάφυλλος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθόλου φύλλα, εντελώς άφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄφυλλος] … Dictionary of Greek
πανάφυλλον — πανάφυλλος all leafless masc/fem acc sg πανάφυλλος all leafless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek